- καλοθώρητος
- -η, -ο [καλοθωρώ]1. αυτός που διακρίνεται καλά, καθαρά2. αυτός τον οποίο βλέπει κάποιος με ευχαρίστηση ή με συμπάθεια, ο ωραίας εμφανίσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοθώρητος, -η — ο αυτός που διακρίνεται καλά ή αυτός που τον βλέπει κανείς με ευχαρίστηση: Η γυναίκα αυτή είναι καλοθώρητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)